- διαιωνίζομαι
- διαιωνίζομαι, διαιωνίστηκα, διαιωνισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διεξάγω — (AM διεξάγω) [εξάγω] διενεργώ, φέρω εις πέρας μια υπόθεση μσν. φρ. «διεξάγω τὴν τοῡ παιδὸς ἡλικίαν» περνώ την παιδική ηλικία αρχ. 1. οδηγώ προς τα έξω περνώντας μέσα από κάτι ή από κάπου 2. κατευθύνομαι 3. εξετάζω, ερευνώ για εκδίκηση 4. διευθετώ … Dictionary of Greek
παρατραβώ — 1. τραβώ υπερβολικά, περισσότερο από όσο πρέπει, παρατεντώνω 2. μτφ. παρατείνω τη χρονική διάρκεια μιας ενέργειας υπερβολικά 3. (αμτβ.) παρατείνομαι υπερβολικά, διαιωνίζομαι, παίρνω πολύ μάκρος 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρατραβηγμένος, η, ο (και… … Dictionary of Greek
συναιωνίζω — ΜΑ διαιωνίζομαι επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἰωνίζω «είμαι ή γίνομαι αιώνιος»] … Dictionary of Greek
βρομάω — ησα 1. αναδύω άσχημη μυρωδιά: Τα πόδια του έχουν μύκητες και γι’ αυτό βρομούν. 2. είμαι άφθονος: Τα λαχανικά βρομούν στην αγορά το καλοκαίρι. 3. περιπλέκομαι, διαιωνίζομαι: Βρόμισε πια αυτή η προβληματική σχέση. 4. φρ., «Το ψάρι βρομάει από το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)